Οἰνώνας

Οἰνώνας
Οἰνώνᾱς , Οἰνώνη
fem acc pl
Οἰνώνᾱς , Οἰνώνη
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οινώνας — ο (ΑΜ οἰνών και οἰνεών, ῶνος) οιναποθήκη, αποθήκη κρασιού αρχ. οινοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. εών / ών (πρβλ. καλαμ ών[ας])] …   Dictionary of Greek

  • οἰνῶνας — οἰνών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνώνας — οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc acc pl οἰνώνᾱς , οἰνώνης wine merchant masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινεών — Παραλιακή πόλη των Οζολών Λοκρών, δυτικά της σημερινής Ναυπάκτου. Ο Δημοσθένης την είχε χρησιμοποιήσει για ορμητήριο στην εκστρατεία του εναντίον των Βοιωτών (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ’ 95). Μετά την αποτυχία του Δημοσθένη στην Αιτωλία, την πόλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”